λοχιομήτρα

λοχιομήτρα
και λοχιόμητρα και λοχειόμητρα, η
η κατακράτηση λοχίων στη μητρική κοιλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχια «μητρικά εκκρίματα κατά τη διάρκεια τού τοκετού» (ουδ. πληθ. τού λόχιος*) + μήτρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”